μαγγανευτής

μαγγανευτής
ο , μαγγανεύτρια η
1) колдун, -ья; чародей, -ка; волшебни|к, -ца; 2) обманщи|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μαγγανευτής" в других словарях:

  • μαγγανευτής — impostor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανευτής — ο, θηλ. μαγγανεύτρια (Α μαγγανευτής, θηλ. μαγγανεύτρια) [μαγγανεύω] 1. αυτός που κάνει μαγγανείες 2. απατεώνας, μάγος …   Dictionary of Greek

  • μαγγανευτοῦ — μαγγανευτής impostor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανευτήν — μαγγανευτής impostor masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

  • μαγγανοποιός — μαγγανοποιός, ὁ (Μ) αυτός που κάνει μαγγανείες, μαγγανευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «μαγικό φίλτρο» + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»